Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η τρικλοποδιά

  • 1 τρικλοποδιά

    [триклоподьа] ουσ. Θ. подножка (в борьбе, в игре),

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τρικλοποδιά

  • 2 подножка

    подножка ж 1) (вагона и т. п.) η αποβάθρα, το σκαλοπάτι 2) (удар новой) η τρικλοποδιά
    * * *
    ж
    1) (вагона и т. п.) η αποβάθρα, το σκαλοπάτι
    2) ( удар ногой) η τρικλοποδιά

    Русско-греческий словарь > подножка

  • 3 подножка

    θ.
    1. σκαλοπάτι οχημάτων, το μαρσεπιέ.
    2. η τρικλοποδιά•

    дать -у βάζω τρικλοποδιά.

    3. παλ. τάπητας (που στέκονται οι νεόνυμφοι κατά το στεφάνωμα).

    Большой русско-греческий словарь > подножка

  • 4 ножка

    ножк||а
    ж
    1. уменыи. τό ποδαράκι:
    прыгать на одной \ножкае πηδῶ στό ἕνα πόδι, παίζω κουτσό, παίζω τόν καλόγερο·
    2. (какого-л. предмета) τό σκέλος, τό ποδάρι, τό πόδι:
    \ножка циркуля τό σκέλος ТОО διαβήτη·
    3. зоол., бот. τό πόδι, τό στέλεχος, ὁ μίσχος:
    \ножка гриба ὁ μίσχος τοῦ μανιταριοῦ· ◊ подставлять \ножкау кому-л. βάζω κάποιου τρικλοποδιά.

    Русско-новогреческий словарь > ножка

  • 5 подножка

    подно́жк||а
    ж
    1. (вагона и т. п.) τό μα-ρσπιέ, ὁ ἀναβατή ρ·
    2. (в борьбе, играх и т. п.):
    дать \подножкау кому-л. βάζω τρικλοποδιά σέ κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > подножка

  • 6 подставлять

    подстав||ля́ть
    недов.
    1. βάζω, τοποθετώ ἀπό κάτω·
    2. (щеку и т. ἡ.) πλησιάζω·
    3. мат ἀντικαθιστώ· ◊ \подставлять ножку ко-му́-л. βάζω τρικλοποδιά.

    Русско-новогреческий словарь > подставлять

  • 7 опрокинуть

    ρ.σ.μ.
    1. ανατρέπω, αναποδογυρίζω αναστρέφω•

    опрокинуть стол αναποδογυρίζω το τραπέζι•

    опрокинуть ведро ανατρέπω τον κουβά•

    волной -ло лодку το κύμα ανέτρεψε τη βάρκα.

    || βάζω τρικλοποδιά, ρίχνω κάτω. || πίνω, κατεβάζω•

    -по рюмочке κατεβάζω από ένα ποτηράκι.

    || στρατ, ανατρέπω•

    наши пехотинцы -ли неприятеля το πεζικό μας ανέτρεψε τον εχθρό.

    || μτφ. καταλύω, καταργώ.
    1. ανατρέπομαι, αναποδογυρίζομαι αναστρέφομαι.
    2. (στρατ.)
    επιπίπτω, επιτίθεμαι, εφορμώ.
    3. μτφ. επιτίθεμαι (με βρισιές, κατηγορίες κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > опрокинуть

  • 8 подставить

    ρ.σ.μ.
    1. υποβάλλω, υποθέτω,βάζω αποκάτω. || βάζω υποστήριγμα.
    2. φέρω κοντά, πλησιάζω• βάζω•

    подставить ухо у двери прислушиваться βάζω το αυτί κοντά στην πόρτα για να κρυφακούσω.

    || τοποθετώ, θέτω•

    подставить пешку под удар βάζω (δίνω) πιόνι για.να το χτυπήσει.

    3. αντικατασταίνω, αλλάζω.
    εκφρ.
    ногу (ножку) – βάζω τρικλοποδιά (μηχανορραφώ).

    Большой русско-греческий словарь > подставить

См. также в других словарях:

  • τρικλοποδιά — η, Ν 1. το να βάζει κανείς το πόδι του ανάμεσα στις κνήμες ενός άλλου για να τόν ρίξει κάτω, υποσκελισμός 2. μτφ. δόλια ενέργεια εις βάρος κάποιου, μηχανορραφία 3. φρ. «βάζω τρικλοποδιά» εξουδετερώνω με ύπουλο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, ο τ …   Dictionary of Greek

  • τρικλοποδιά — η 1. τοποθέτηση του ποδιού ανάμεσα στα πόδια κάποιου για να πέσει αυτός κάτω, πεδίκλωμα: Του βαλε τρικλοποδιά και τον έριξε. 2. μηχανορραφία, δόλια ενέργεια σε βάρος κάποιου: Του βάλανε τρικλοποδιές στη ζωή του, γι αυτό δεν προόδεψε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υποσκελίζω — υποσκέλισα, υποσκελίστηκα, υποσκελισμένος 1. ρίχνω κάποιον με τρικλοποδιά, βάζω σε κάποιον τρικλοποδιά. 2. μτφ., παραγκωνίζω κάποιον, τον παραμερίζω (και μάλιστα με πλάγια μέσα), τον βάζω στο περιθώριο: Με την προαγωγή του υποσκέλισε πολλούς… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγκυρίζω — (Α ἀγκυρίζω) [ἄγκυρα] νεοελλ. προσδένω άγκιστρο στο άκρο αλυσίδας, γαντζώνω, κοτσάρω αρχ. ρίχνω κάποιον κάτω, καταβάλλω, βάζω τρικλοποδιά …   Dictionary of Greek

  • παρακαταγωγή — ἡ, Α (στην πάλη) ο παραπλαγιασμός, τεχνική κατά την οποία ο παλαιστής επιδίωκε την πτώση τού αντιπάλου συμπαρασύροντας τον μαζί με το δικό του σώμα, πεδούκλωμα, τρικλοποδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + καταγωγή «κατέβασμα» (< κατάγω)] …   Dictionary of Greek

  • παρακρούω — ΝΜΑ πάσχω από παράκρουση, υποφέρω από παροδική διαταραχή τού νου νεοελλ. μέσ. παρακρούομαι ναυτ. (για τα ιστία πλοίου) χτυπώ εδώ κι εκεί, παραδέρνω αρχ. 1. διαψεύδω τις ελπίδες κάποιου ξεγελώντας τον, παραπλανώ, εξαπατώ 2. χτυπώ και διώχνω κάτι… …   Dictionary of Greek

  • παρεμβολή — (Μαθημ.). Με αφορμή διάφορα προβλήματα των εφαρμογών (πειραματικές επιστήμες, στατιστική) τίθεται πολλές φορές το εξής (μαθηματικό) πρόβλημα: ζητείται μια συνάρτηση f μιας μεταβλητής x από το ότι για ν + 1 διαφορετικές μεταξύ τους τιμές x1, x2 …   Dictionary of Greek

  • πεδίκλωμα — και περδίκλωμα ή περδούκλωμα, το [πεδικλώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πεδικλώνω, τρικλοποδιά, υποσκελισμός …   Dictionary of Greek

  • πεδικλώ — όω και πεδουλκώ ΝΜ, πεδικλώνω και περδικλώνω και πεδουκλώνω και περδουκλώνω και πεδοκλώνω Ν (για πρόσ. και ζώα) βάζω πέδη ή πέδικλο στα πόδια (και κατ επέκτ. στα χέρια) για να εμποδίσω τις κινήσεις νεοελλ. 1. κάνω κάποιον να πέσει παρεμβάλλοντας… …   Dictionary of Greek

  • ποδόσφαιρο — Άθλημα, που συγκεντρώνει τους περισσότερους θαυμαστές, οι oποίοι διακρίνονται για τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις τους και συχνά για το φανατισμό τους. Παίζεται σε καθορισμένο ανοιχτό χώρο από δύο ενδεκαμελείς ομάδες, κάθε μια από τις oποίες… …   Dictionary of Greek

  • ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»